- ταβανώνω
- ταβανώνω και νταβανώνω, ταβάνωσα, ταβανώθηκα, ταβανωμένος, καλύπτω την οροφή με ταβανοσάνιδα (βλ. λ.) ή με σουβά: Ταβάνωσα το δωμάτιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταβανώνω — και νταβανώνω Ν [ταβάνι / νταβάνι] επικαλύπτω οροφή με σανίδες ή κονίαμα … Dictionary of Greek
ταβάνωμα — και νταβάνωμα, το, Ν [ταβανώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταβανώνω … Dictionary of Greek
καλαθώ — καλαθῶ, όω (Μ) [κάλαθος] καλύπτω με τεμάχια λεπτών σανίδων το εσωτερικό μέρος τής στέγης, την οροφή, ταβανώνω, οροφώ* … Dictionary of Greek
νταβανώνω — βλ. ταβανώνω … Dictionary of Greek
οροφώ — (ΑΜ ὀροφῶ, όω) [οροφή / όροφος] επικαλύπτω κάποιον χώρο με οροφή, στεγάζω, σκεπάζω, ταβανώνω («οἰκίαν τετραγώνοις ὠροφωμένην δοκοῑς», Πλούτ.) μσν. μτφ. επικαλύπτω, επιστεγάζω αρχ. δίνω σε κάτι το σχήμα οροφής, στέγης … Dictionary of Greek